- σκαπουλάρω
- σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα (λ. ιταλ.)1. ξεφεύγω, δραπετεύω: Μην πας να μας τη σκαπουλάρεις!2. διασώζομαι, γλιτώνω: Είναι θαύμα πως τη σκαπουλάρισε αυτή τη φορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.