σκαπουλάρω

σκαπουλάρω
σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα (λ. ιταλ.)
1. ξεφεύγω, δραπετεύω: Μην πας να μας τη σκαπουλάρεις!
2. διασώζομαι, γλιτώνω: Είναι θαύμα πως τη σκαπουλάρισε αυτή τη φορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαπουλάρω — σκαπουλάρω, σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαπουλάρω — Ν 1. δραπετεύω, διαφεύγω («τή σκαπούλαρε ο κλέφτης») 2. απαλλάσσομαι από κίνδυνο, γλυτώνω, σώζομαι («τή σκαπούλαρε και πάλι» τά κατάφερε πάλι να γλυτώσει) 3. (για άρρωστο) αποθεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scapolare «φεύγω από φόβο»] …   Dictionary of Greek

  • σκαπουλάρισμα — το, Ν [σκαπουλάρω] 1. δραπέτευση, διαφυγή 2. γλυτωμός, διάσωση 3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”